- (ε)ξετάζω
- (ε)ξετάζωεξέτασα, εξετάστηκα, εξετασμένος, μτβ.1. βλέπω κάτι με προσοχή, ερευνώ προσεκτικά για ανακάλυψη της αλήθειας, ελέγχω κάτι για να το γνωρίσω ή να το καταλάβω καλά: Εξετάζω το καινούριο μηχάνημα.2. (για δασκάλους), προσπαθώ με γραπτή ή προφορική δοκιμασία να αντιληφθώ το επίπεδο των γνώσεων και ικανοτήτων ατόμου που κρίνεται: Εξετάστηκε στα μαθηματικά.3. (για γιατρούς), ερευνώ επιστημονικά τον οργανισμό άρρωστου με σκοπό τη διάγνωση της αρρώστιας και τον καθορισμό της θεραπευτικής αγωγής.4. (για ανακριτές), ανακρίνω, υποβάλλω σε εξονυχιστική ανάκριση, παίρνω κατάθεση (μάρτυρα).5. (για συνήγορο ή διάδικο), πηγαίνω στον ανακριτή ή τον εισηγητή δικαστή τους μάρτυρες υπεράσπισης: Έχω να εξετάσω τρεις μάρτυρες.6. λεπτολογώ, δίνω προσοχή: Φάε τώρα ό,τι βρεις και μην εξετάζεις.ξετάζωξέτασα1. προσπαθώ να πληροφορηθώ, ρωτώ να μάθω.2. ερευνώ, επιθεωρώ, εξετάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.